ἀποκεφάλιζε

ἀποκεφάλιζε
ἀ̱ποκεφάλιζε , ἀποκεφαλίζω
behead
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποκεφαλίζω
behead
pres imperat act 2nd sg
ἀποκεφαλίζω
behead
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επίξηνον — ἐπίξηνον, τὸ (Α) 1. ξύλο πάνω στο οποίο έκοβαν το κρέας, επικόπανον* 2. το ξύλο που πάνω του ο δήμιος αποκεφάλιζε τους κατάδικους. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λέξη τής οποίας το α’ συνθετικό είναι η πρόθεση επί, ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”